- εκατόχρονος
- -η, -ο1. ο εκατονταετής, αυτός που είναι κατασκευασμένος ή υπάρχει από εκατό χρόνια2. ο πολύ παλιός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατόχροναη εκατονταετηρίδα («τα εκατόχρονα τού Σολωμού»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκατόχρονος — η, ο 1. που κατασκευάστηκε ή υπάρχει πριν από εκατό χρόνια, ο πολύ παλιός: Πάει να φτάσει να μοιάσει το εκατόχρονο ιδρύ (Κ. Παλαμάς). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκατόχρονα η εκατονταετηρίδα (βλ. λ.): Γιορτάστηκαν τα εκατόχρονα της κρητικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατονταετής — ές (θηλ. και εκατονταέτις) (AM ἑκατονταετής, ές) 1. εκατόχρονος, αυτός που έχει διάρκεια εκατό χρόνων 2. (για πρόσωπα) ο εκατοντούτης μσν. νεοελλ. φρ. «εκατονταετής πόλεμος» ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας (1338 1453) που είχε διάρκεια εκατό … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek
εκατονταετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια εκατό ετών, ο εκατόχρονος. 2. το αρσ. ως ουσ., εκατονταετής ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διάρκεσε περισσότερο από εκατό χρόνια (1337 1453) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοστάρης — ο θηλ. άρα 1. αυτός που έχει ηλικία εκατό ετών, ο εκατόχρονος. 2. αθλητής δρόμου 100 μέτρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)